top of page
Παραδοσιακό Σπίτι Μεταξάδων

Η Ιστορια των Μεταξαδων

Ένα χωριό όπου το παρελθόν μαρτυρεί ταραχώδεις εποχές ως προπύργιο αντίστασης, χαράσσοντας ιστορίες ανδρείας στην ελληνική ιστορία μέσα από τα λιθόστρωτα, τα κτίρια και τους θησαυρούς του.

Οι Μεταξάδες είναι ένα παραδοσιακό χωριό χτισμένο σε μια καταπράσινη πλαγιά μακριάς λοφοσειράς, ύψους 120 μέτρων, στο βορειοδυτικό μέρος του νομού Έβρου. Αποτελούν τον πιο γραφικό οικισμό της ευρύτερης περιοχής, λόγω της παραδοσιακής πέτρινης αρχιτεκτονικής του. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του χωριού είναι η λιθόπετρα, με την οποία οι κάτοικοι συνήθιζαν να χτίζουν τα σπίτια. Παρόμοια αρχιτεκτονική έχουν και τα γειτονικά χωριά Αβδέλλα, Παλιούρι και Αλεποχώρι.

Το όνομα του χωριού προέρχεται από τον πρώτο που έχτισε το σπίτι του, τον Δημήτριο Τουκμακτσή (ή Τουκμακιώτη). Τουκμάκι εδώ έλεγαν και το σφυρί των χαλκωματάδων και των λιθοξόων, των μαστόρων που δούλευαν την πέτρα και της έδιναν σχήμα. Άλλωστε, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, το χωριό μέχρι σήμερα έχει αυτή την ξεχωριστή ιδιομορφία: είναι πετρόχτιστο και μοναδικό, δηλώνοντας έτσι και την παλιά ασχολία των κατοίκων, αλλά και τα αποθέματα πέτρας που χρησιμοποιήθηκαν ως πρώτη ύλη για την κατασκευή και την εξωτερική μόνωση των σπιτιών του χωριού. Το σημερινό όνομα Μεταξάδες, το πήρε από το άφθονο μετάξι που παραγόταν από την απασχόληση των κατοίκων με τη σηροτροφία και που αποτέλεσε και τη βασική ενασχόληση τους μέχρι το 1921.

Βυζαντινη περιοδοσ

Οι ρίζες του χωριού χάνονται μέσα στα βάθη των χρόνων. Πολλά στοιχεία για την ιστορία του χωριού αντλούμε από το χειρόγραφο βιβλίο του Κωνσταντίνου Γκεργκένη, παλιού κατοίκου του χωριού. Ο ίδιος, μετά από πολύχρονη έρευνα, μας αναφέρει ότι το παλιό χωριό, επί Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, λεγόταν Δογάντζια (ή Ντουγάντζια) και ήταν χτισμένο δύο χιλιόμετρα δυτικά του σημερινού χωριού. Η ονομασία αυτή στηρίζεται μάλλον στη λέξη ντουγάντζι,που είναι αρπακτικό πουλί και δηλώνει την ορεινή και βραχώδη θέση του τότε χωριού. Η παράδοση αναφέρει ότι εκεί ήταν ο χώρος της πρώτης εγκατάστασης των κατοίκων των Μεταξάδων, έως το 1285 όπου μια επιδημία χολέρας ανάγκασε τους κατοίκους να εγκαταλείψουν τον οικισμό, και αργότερα να ψάξουν για νέο τόπο εγκατάστασης. Ψάχνοντας, διάλεξαν τη σημερινή δασώδη τοποθεσία από την ύπαρξη ενός δέντρου 3-4 χρόνων τότε (καραγάτσι) και επακόλουθα από τη σκέψη της ύπαρξης νερού. Πράγματι, όπως αναφέρεται στα χειρόγραφα, δίπλα στο καραγάτσι άνοιξαν πηγάδι, το οποίο σωζόταν ως το 1928, όπου τότε σκεπάστηκε από τον πρόεδρο Παπαναγιώτου Αθανάσιο, λόγω αλλαγής στη διαμόρφωση της πλατείας.

Μεταξάδες Έβρου

ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ

Μετά την ίδρυση του χωριού υπήρξε μια «μαύρη σκλαβιά» των Τούρκων από το 1361 που κατέλαβαν τη Θράκη ως το 1878 που ακολούθησε η κατοχή από τη Ρωσία για τρία χρόνια. Εισέβαλαν οι Τούρκοι στο Διδυμότειχο και το κατέλαβαν το 1361 μετά από 12 χρόνια πολιορκίας. Την ίδια χρονιά κατέλαβαν και την περιοχή από την Αδριανούπολη μέχρι τη Φιλιππούπολη. Τότε λοιπόν ο Σουλτάνος Μουράτ ο Α’ λεηλατεί ανελέητα και ανεπανόρθωτα τη θρακική γη. Και τούτο είναι η απαρχή του μαρτυρίου. Η ζημιά είναι ηθική και υλική. Εκκλησίες και μοναστήρια καταστρέφονται, εύποροι έμποροι και κτηματίες εγκαταλείπουν τα αρχοντικά τους, βαριοί φόροι με οδυνηρότερο το παιδομάζωμα επισφραγίζουν την ταπείνωση του ελληνισμού, άντρες στέλνονται δούλοι στα βάθη της Μικράς Ασίας, οι κοπέλες μπαίνουν σε χαρέμια και τα αγόρια εξισλαμίζονται και γίνονται γενίτσαροι. Η βαρβαρότητα των Τούρκων και οι ανήκουστες θηριωδίες τους δεν σταματούν ούτε στις σφαγές και στις γενικές καταστροφές ολόκληρων χωριών της Θράκης.

Συγχρόνως, η τουρκική κυβέρνηση εγκαθιστά στην περιοχή Διδυμοτείχου πρόσφυγες απ’ την Ανατολή και το Πακιστάν (τους λεγόμενους ματζήρηδες), οι οποίοι ίδρυσαν τουρκικά χωριά όπως την Κυανή (Τσιαουσλί), τη Σαύρα (Σουμπάσκιοϊ), το Αβδουλάκι (τη σημερινή Αβδέλλα), το Ελαφοχώρι, την Πολιά και άλλα. Η δημιουργία των καινούριων χωριών είχε ως συνέπειες τον περιορισμό των συνόρων του Τοκμακιού, την πείνα και την εξαθλίωση των κατοίκων του, οι οποίοι ήξεραν μόνο να δουλεύουν τον αγρό που πια τον κατείχαν οι Τούρκοι. Επιβίωσαν όμως και πάλι, άρχισαν τα ταξίδια στη Βάρνα και τη Φιλιππούπολη, έγιναν μεταφορείς, αργότερα ραφτάδες, μπογιατζήδες, λαϊνάδες…. και σιγά-σιγά άρχισαν ν’ αγοράζουν απ’ τους Τούρκους ματζήρηδες πάλι την κλεμμένη γη τους.

Η Ρωσία μετά το 1878 (αφού κάθισε τρία χρόνια) παρέδωσε πάλι τα μέρη μας στην Τουρκία. Σύμφωνα με πληροφορίες που μας δίνονται από τα χειρόγραφα, επικρατεί μια ισονομία και γενικά μια ελευθερία ως το 1908, χωρίς προβλήματα με τους Τούρκους. Το 1908 είναι μια χρονιά ορόσημο, αφετηρία δύσκολων συνθηκών για τους Έλληνες. Η Τουρκία αλλάζει Σύνταγμα και αρχίζει η στράτευση ρωμιών. 

Η εκκλησία του Αγίου Αθανασίου στους Μεταξάδες

Τα χωριά, ιδιαίτερα από το 1914, υπέφεραν από τον ξένο ζυγό και τους Τουρκαρβανίτες πρόσφυγες από τη Σερβία, που είχαν εγκατασταθεί εκεί. Οι έπαρχοι φέρονται αδίσταχτα στους ντόπιους. Ενδιαφέρονται για χρυσάφι και δε διστάζουν να διατάζουν και την ποινή του θανάτου για να το εξασφαλίσουν. Ο φόβος κάνει πολλούς να καταφύγουν στα υψώματα και οικογένειες να πεινάσουν ξανά, εξαιτίας της ασυδοσίας των Τούρκων. Ο Κ. Γκεργκένης αναφέρει προσωπική του εμπειρία, όταν το 1915 είδε τον πατέρα του, κυνηγημένο από τον Τούρκο έπαρχο και τους πρόσφυγες, να καταφεύγει στο δάσος για να σώσει τις λίρες του. Αναφέρει και άλλους συγχωριανούς του ευκατάστατους την εποχή εκείνη, γεγονός που οφείλεται στην εργατικότητα, αλλά και στην εξυπνάδα και την πονηριά τους, όπως τους Γκουντίνα, Τερζόγλου, Αραμπατζή και άλλους.

Α΄ Παγκοσμιος Πολεμος και Βαλκανικοι Πολεμοι

Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Βαλκανικού Πολέμου, πολλοί Θράκες έχασαν τη ζωή τους καθώς τοποθετήθηκαν στρατηγικά στην πρώτη γραμμή του μετώπου από τους Τούρκους. Ομοίως, κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, οι Έλληνες της Θράκης επιστρατεύτηκαν από τους Τούρκους και στάλθηκαν πεζοί στη χερσόνησο της Καλλίπολης, όπου αντιμετώπισαν σφοδρά πυρά πυροβολικού από τους συμμάχους της Αντάντ. Το 1912, έγινε απόπειρα εισβολής των Τούρκων στους Μεταξάδες, όπως αποτυπώνεται στην ιστορική μπαλάντα του χωριού. Παρά το γεγονός ότι το χωριό δεν κατοικήθηκε ποτέ, αποτέλεσε στόχο κατάκτησης. Ωστόσο, οι κάτοικοι του χωριού απέτρεψαν την προσέγγισή τους ειδοποιώντας τον καπετάν Γιάννη Σώκο, ο οποίος κινητοποίησε γρήγορα τα στρατεύματά του σε μια στρατηγική θέση έξω από το χωριό, γνωστή ως «Αλώνια». Με έντονη παρατηρητικότητα, ο Σώκος εντόπισε ότι η τουρκική δύναμη ήταν σχετικά μικρή, αποτελούμενη μόνο από περίπου σαράντα άνδρες. Για να ενισχύσει την αντίληψη μιας μεγαλύτερης ελληνικής δύναμης, διασκόρπισε στρατηγικά τους στρατιώτες του και εξαπέλυσε αιφνιδιαστική επίθεση χρησιμοποιώντας χειροβομβίδες. Οι κάτοικοι του χωριού έπαιξαν καθοριστικό ρόλο, με ένα άτομο να σκαρφαλώνει στο καμπαναριό της εκκλησίας για να ρίξει προειδοποιητικές βολές προς τα ελληνικά φυλάκια, σηματοδοτώντας την τουρκική επίθεση στους Μεταξάδες. Όλοι μαζί απέκρουσαν με επιτυχία τους εισβολείς, ματαιώνοντας κάθε περαιτέρω προσπάθεια κατάληψης του χωριού.

 

Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι προκάλεσαν καταστροφές στα αρβανίτικα χωριά, με τους κατοίκους να αντιμετωπίζουν λεηλασίες, εξορίες, ακόμη και δολοφονίες. Τον Οκτώβριο του 1913, οι Βούλγαροι εισέβαλαν στη Μανδρίτσα, ωθώντας τους κατοίκους της να αναζητήσουν καταφύγιο στους Μεταξάδες και σε γειτονικούς οικισμούς. Σύμφωνα με τον Κ. Γεργένη, τον Μάρτιο του 1914, η τουρκική κυβέρνηση επέβαλε γενική επιστράτευση των ανδρών ηλικίας 20 έως 46 ετών, με αποτέλεσμα την εξάντληση του ανδρικού πληθυσμού του χωριού, πολλοί από τους οποίους χάθηκαν στη μάχη του Τσανάκκαλε. Στη συνέχεια, τα χωριά υπέμειναν την ξένη κυριαρχία και την εισροή Τουρκοαλβανών προσφύγων από τη Σερβία. Οι τοπικές αρχές υπέβαλαν τους κατοίκους σε σκληρή μεταχείριση, καταφεύγοντας συχνά σε ακραία μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της επιβολής της θανατικής ποινής, για να αποσπάσουν πλούτο. Ο φόβος ανάγκασε πολλούς να αναζητήσουν καταφύγιο στα ορεινά, ενώ η τουρκική ανομία οδήγησε σε εκτεταμένη πείνα μεταξύ των οικογενειών.

 

Ο K. Γεργένης αφηγείται ένα προσωπικό ανέκδοτο από το 1915, όπου είδε τον πατέρα του να καταφεύγει στο δάσος για να διαφυλάξει τα χρυσά νομίσματα από την καταδίωξη του Τούρκου νομάρχη και των προσφύγων. Επιπλέον, τονίζει την ευημερία ορισμένων χωρικών κατά την περίοδο αυτή, αποδίδοντάς την στην εργατικότητα, την εξυπνάδα και την επινοητικότητά τους, αναφέροντας άτομα όπως η Γκουντίνα, ο Τερζόγλου, ο Αραμπατζή, μεταξύ άλλων.

ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΗ ΚΑΤΟΧΗ

Στις 28 Σεπτεμβρίου 1915 οι Βούλγαροι, αφού κατέλαβαν την περιοχή του Διδυμοτείχου, ύστερα από συμφωνία με τους Τούρκους, ως αντάλλαγμα για τη συμμετοχή της Βουλγαρίας στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, καταφθάνουν στο χωριό και για ένα χρόνο ζουν ειρηνικά με τους κατοίκους. Το Σεπτέμβριο όμως του 1916 αρχίζουν να δείχνουν το πραγματικό τους πρόσωπο. Επιδίωξαν με κάθε μέσο τον εκβουλγαρισμό της περιοχής και πέρα από τις βιαιότητες που διέπραξαν προέβηκαν και σε άλλες ενέργειες: έφεραν δασκάλους από τη Βουλγαρία, ενώ τους Έλληνες δασκάλους και παπάδες τους φυλάκισαν. Εξόρισαν το Μητροπολίτη Φιλάρετο και απειλούσαν τους πάντες. Δεν έλειψαν φυσικά και οι επιστρατεύσεις. 

Απτή απόδειξη η μαρτυρία του Κ. Γκεργκένη, που αναφέρει ότι κατά τον πόλεμο του 1916-1918, τότε που αντίπαλες δυνάμεις ήταν Αγγλία, Γαλλία, Ελλάδα, Ιταλία από τη μια και από την άλλη η συμμαχία Τουρκίας και Βουλγαρίας, στη μάχη που δόθηκε στην Ασπροβάλτα Θεσσαλονίκης ο ίδιος υπηρετούσε στο βουλγαρικό στρατό ως επίστρατος και πολέμησε εναντίον των συμπατριωτών του.

Το έργο της εξόντωσης του Ελληνισμού της Θράκης και του εκβουλγαρισμού της περιοχής, που άρχισαν οι Βούλγαροι κομιτατζήδες την πρώτη δεκαετία του αιώνα, επεδίωξαν να ολοκληρώσουν οι Βούλγαροι κατά τον Α’ και Β’ Βαλκανικό πόλεμο και τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, μέχρι την απελευθέρωσή της από τον Ελληνικό στρατό. Το 1920, αναφέρει ο Κ. Γκεργκένης, ελευθερωθήκαμε από τους Βουλγάρους, Στις 22 Μαΐου είδαμε το ελληνικό χακί που λαχταρούσαμε χρόνια εις το χωριό μας, απ’ τη Μεραρχία των Σερρών. Ο πρώτος λόχος με λοχαγό τον Τσιόλα Σταμάτη και επιλοχία τον Κώμα Δημήτριο διαφύλαξαν τα σύνορα του χωριού και με τον ερχομό του δευτέρου λόχου πήγαν στη Χελιδόνα και στο Δέρειο, ενώ αντικαταστάθηκαν από το λοχαγό Αριστόδημο και το λοχία Παρασχάκη.

Οι Μεταξάδες

Ο Εμφυλιος 1946-1949

Μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου η Ελλάδα αιματοκυλίστηκε για μια πενταετία σχεδόν από το εμφύλιο σπαραγμό. Τα χωριά άδειασαν και οι λίγοι που έμειναν ήταν γέροι και γριές. Τα γυναικόπαιδα τα πήγαιναν στις παιδουπόλεις των νησιών. Στους Μεταξάδες έλαβε χώρα μια μάχη υψίστης σημασίας που κράτησε τρία μερόνυχτα και έληξε με νίκη των στρατιωτών.

Ανταρτίνες συλληφθείσες στη Μάχη των Μεταξάδων

6η Δεκεμβρίου, 1946: Το χωριό περικυκλώθηκε από αντάρτες. Μετά από μικροσυμπλοκές με τους εθνοφύλακες, οι αντάρτες έπιασαν τον αστυνόμο Ζήκο και τους χωροφύλακες Παύλο και Λαμπρόπουλο. Ο τελευταίος αφέθηκε ελεύθερος γιατί ήταν γνωστός τους. Οι δύο πρώτοι δικάστηκαν και καταδικάστηκαν ως ένοχοι προδοσίας και εκτελέστηκαν στην πλατεία του χωριού ( για μερικούς στο δέντρο Καραγάτσι) μπροστά στα μάτια των κατοίκων. Φόβος και τρόμος επικρατούσε στο χωριό.

15η Μαΐου, 1949: Μια εβδομάδα πριν περίπου, η γύρω περιοχή είχε καταληφθεί από τους αντάρτες και έτσι οι κάτοικοι των χωριών Παλιουρίου, Πολιάς, Αβδέλλας και Αλεποχωρίου είχαν εγκατασταθεί στους Μεταξάδες. Οι στρατιώτες ήξεραν για την επίθεση των ανταρτών και δεν άφηναν τους αγρότες να πάνε στα χωράφια τους. Η επίθεση άρχισε την Κυριακή 15 Μαΐου. Οι κάτοικοι του χωριού πανικόβλητοι έτρεχαν να κρυφτούν στους γύρω λόφους, όπου υπήρχαν πολλά αμπριά (οχυρά κρησφύγετα μέσα από χώμα). Κάθε αμπρί χωρούσε 15 με 20 άτομα.

Το Ύψωμα των Μεταξάδων, το οποίο φρουρούνταν από τον Υπολοχαγό Λάζο και μια διμοιρία πολιτοφυλάκων ήταν από τα σημαντικότερα στον Έβρο. Λίγος στρατός βρισκόταν και στο Υδραγωγείο ή Ασβεσταριά, όπως λεγόταν τότε, αλλά γρήγορα έπεσε στα χέρια των ανταρτών. Τρία εικοσιτετράωρα οι αντάρτες προσπαθούσαν να καταλάβουν το ύψωμα. Ο στρατός όμως με τη βοήθεια των κατοίκων που είχαν κρυφτεί στα αμπριά, τους απωθούσε. Εξάλλου χρησιμοποιούσε όλμους και πολυβόλα σε αντίθεση με τους αντάρτες, οι οποίοι είχαν στην κατοχή τους όλμους μικρής ισχύος που όμως δεν ήξεραν να τους χειρίζονται σωστά. Ο ανεφοδιασμός του οχυρού σε πολεμοφόδια και τρόφιμα γινόταν δύσκολα γιατί ο κλοιός ήταν ασφυκτικός. Τα αεροπλάνα που πετούσαν πάνω από το Ύψωμα γι' αυτό το σκοπό, τις περισσότερες φορές τα έριχναν κατά λάθος στα σημεία των ανταρτών. Ήταν πολλοί αυτοί που ήθελαν να εγκαταλείψουν το Ύψωμα αλλά δεν τους το επέτρεπε ο Υπολοχαγός, ο οποίος είχε εντολή να προστατέψει το οχυρό των Μεταξάδων πάση θυσία, μη πέσει στα χέρια των ανταρτών. Έτσι έστειλε μήνυμα για βοήθεια. Η βάση του στρατού ήταν στο Πρωτοκκλήσι απ' όπου και στάλθηκαν δύο Λοχαγοί για να ενισχύσουν το οχυρό. Η πρόσβαση σ' αυτό όμως ήταν πολύ δύσκολη. Νάρκες ήταν τοποθετημένες σ' όλα τα περάσματα. Παρ' όλα αυτά διέσπασαν τον κλοιό και μπήκαν στη μάχη μαζί με μια ταξιαρχία από τη Λάδη κι έτσι κατάφεραν να νικήσουν τους αντάρτες.

Σχεδιαγράμμα της Μάχης
Το Ύψωμα: Εδώ έγινε η μάχη του εμφυλίου πολέμου

Στις 18 του Μάη δόθηκε η τελευταία μάχη όπου οι αντάρτες παραδόθηκαν. Οι περισσότεροι κατέφυγαν σε κάποιες χαράδρες όπου και σκοτώθηκαν από βομβαρδισμούς αεροπλάνων. Όσοι σώθηκαν έφυγαν από την Ελλάδα ακολουθούμενοι από τις οικογένειές τους, αλλά και από άλλους συγχωριανούς που τους βοηθούσαν για να γλιτώσουν από τα αντίποινα του στρατού. Σιγά-σιγά οι άνθρωποι άρχισαν να κατεβαίνουν στο χωριό για να αντικρίσουν πολλά σπίτια καμένα, οικογένειες ξεκληρισμένες και περιουσίες κατεστραμμένες και από τους αντάρτες κι από το στρατό που κυνηγούσε όποιον τους βοηθούσε. Με τον καιρό βέβαια επουλώθηκαν οι πληγές, ξαναγύρισαν στις εργασίες τους και την προηγούμενη ζωή τους. Το μίσος όμως και η διχόνοια, καρποί του εμφυλίου, συνεχίζονταν μέχρι τα τελευταία. Αυτό που έμεινε σήμερα για να θυμίζει τα μαύρα εκείνα χρόνια είναι τα αμπριά του Υψώματος καθώς επίσης και το γνωστό εμβατήριο:

«Στης Θράκης μας τ' απάτητα βουνά, που η δόξα βασιλεύει
στους Μεταξάδες εκεί ψηλά, το θρόνο έχ' η ελευθεριά.»

Γεγονότα του 1946

Στις 11 Αυγούστου, σημειώθηκε σύγκρουση με αποτέλεσμα το θάνατο του Καλαντζή, ιδιώτη οδηγού της Χωροφυλακής, και οι αντάρτες κατέσχεσαν τα όπλα του. Ένας άλλος αντάρτης έχασε τη ζωή του, αλλά οι αντάρτες ανέσυραν το πτώμα του κατά την υποχώρηση. Επακόλουθες αψιμαχίες σημειώθηκαν στις 24 και 27 Αυγούστου στους Μεταξάδες και στον Κόρυμπο. Πενήντα αντάρτες, χωρισμένοι σε δύο παρατάξεις, υποχώρησαν, με τη μία ομάδα να καθοδηγείται από τον Ευάγγελο Κατμερίδη (γνωστό ως καπετάν Φλέσσα) και την άλλη από τον Θεόδωρο Κατμερίδη (παρατσούκλι Ανανίας). Η μία παράταξη κατευθύνθηκε προς τα βουλγαρικά σύνορα, ενώ η άλλη κινήθηκε προς τα νότια. Στις 9 Νοεμβρίου, ένα μεγάλο απόσπασμα Βουλγάρων στρατιωτών εξαπέλυσε επίθεση στο χωριό. Στις 17 Νοεμβρίου, οι Βούλγαροι στρατιώτες καταδιώχθηκαν κοντά στους Μεταξάδες και υποχώρησαν στο βουλγαρικό έδαφος.

 

Στις 5 Δεκεμβρίου σημειώθηκε επίθεση με όλμους εναντίον του αστυνομικού τμήματος στους Μεταξάδες, με αποτέλεσμα να ακολουθήσει σφοδρή μάχη. Παρά τις γενναίες προσπάθειες των υπερασπιστών, οι επιτιθέμενοι κατάφεραν να βάλουν φωτιά σε έξι σπίτια του χωριού και να λεηλατήσουν τις αποθήκες τροφίμων της UNRRA, παίρνοντας 46 βοϊδάμαξες φορτωμένες με ρούχα και τρόφιμα, συμπεριλαμβανομένων 2.000 οκάδων γλυκόζης, πριν αποσυρθούν. Κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης, τρεις χωροφύλακες και ένας αστυνομικός διέσπασαν την περικύκλωση για να ζητήσουν ενισχύσεις από το Διδυμότειχο. Αν και ο σημαιοφόρος Χρήστος Ζήκος και ο αστυνομικός Παύλος Γαλαρόπουλος συνέχισαν τη μάχη, τελικά ξέμειναν από πυρομαχικά και συνελήφθησαν από αντάρτες, οι οποίοι στη συνέχεια τους εκτέλεσαν στην πλατεία του χωριού. Ο χωροφύλακας Ευστάθιος Λαμπρόπουλος αιχμαλωτίστηκε επίσης, αλλά αργότερα απελευθερώθηκε. Καθώς οι αντάρτες υποχωρούσαν, κάποιοι κάτοικοι των Μεταξάδων ακολούθησαν το παράδειγμά τους.

 

Στις 6 Δεκεμβρίου, το χωριό πολιορκήθηκε από αντάρτες που είχαν επιτεθεί προηγουμένως, αφήνοντας τα πτώματα του αστυνομικού Ζήκου και ενός χωροφύλακα στην πλατεία του χωριού. Μετά από μικρές αψιμαχίες με την εθνοφυλακή, οι αντάρτες συνέλαβαν τον αστυνομικό Ζήκο και τους χωροφύλακες Παύλο και Λαμπρόπουλο. Ο τελευταίος αφέθηκε ελεύθερος λόγω οικειότητας με τους αντάρτες, ενώ οι δύο πρώτοι δικάστηκαν και εκτελέστηκαν για προδοσία στην πλατεία του χωριού. Ο φόβος κατέλαβε το χωριό στη συνέχεια.

 

Στις 7 Δεκεμβρίου το 557ο Τάγμα Πεζικού προωθήθηκε στο Διδυμότειχο, όπου στρατοπέδευσε στο σχολείο του χωριού, αφού αποβιβάστηκε και ξεφόρτωσε προμήθειες. Στη συνέχεια το τάγμα πραγματοποίησε αναγνώριση κατά μήκος των ελληνοβουλγαρικών συνόρων, συλλαμβάνοντας αντάρτες από το χωριό Αλεποχώρι. Μια αψιμαχία στο όρος Σκάλα είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο του λοχαγού Ανδρικάκη και τη σύλληψη ενός στρατιώτη του λόχου διοίκησης. Είκοσι αντάρτες σκοτώθηκαν και αρκετοί τραυματίες συνελήφθησαν από τους αντάρτες που υποχωρούσαν. Σχετικά με τη μάχη αυτή προέκυψαν αντικρουόμενες αναφορές, με τις απώλειες και τις αιχμαλωσίες να ποικίλλουν μεταξύ των πλευρών.

Τοποθετήθηκαν αμυντικά στο λόφο της Σκάλας, όπου παρέμειναν όλη τη νύχτα, περιμένοντας την εξέλιξη της μάχης.

Καιρικές συνθήκες: Από τις 5 μ.μ. έως τις 4 π.μ. της 9ης Δεκεμβρίου 1946, έβρεχε συνεχώς, ενώ επικρατούσε βαθύ σκοτάδι και αρκετό κρύο. Οι άνδρες ήταν εξαντλημένοι από τις έντονες πορείες των προηγούμενων ημερών, νηστικοί λόγω της έκτακτης μετακίνησης του τάγματος και διψασμένοι. Οι αξιωματικοί αγωνίζονταν να τους κρατήσουν ξύπνιους.

Αν και οι νεοσύλλεκτοι βαπτίστηκαν για πρώτη φορά με φωτιά, έδειξαν θάρρος και ψυχραιμία. Κατά τη διάρκεια της μάχης σκοτώθηκε ο διοικητής του λόχου μας, λοχαγός Ανδρικάκης, και αιχμαλωτίστηκε ένας στρατιώτης του λόχου διοίκησης.

- Ημερολόγιο του 557ου τάγματος πεζικού

Οι δύσκολες καιρικές συνθήκες δημιούργησαν δυσκολίες τόσο για τους στρατιώτες όσο και για τους αντάρτες. Καθ' όλη τη διάρκεια της νύχτας, η δυνατή βροχή και το τσουχτερό κρύο τύλιγαν το περιβάλλον, καλύπτοντας τα πάντα σε βαθύ σκοτάδι. Οι Έλληνες στρατιώτες, κουρασμένοι και υπομένοντας την πείνα και τη δίψα από τις παρατεταμένες πορείες και τους γρήγορους ελιγμούς, έβρισκαν ανάπαυλα στα σκαλοπάτια. Οι αξιωματικοί τους κρατούσαν επιμελώς σε εγρήγορση, προβλέποντας πιθανές επιθέσεις.

 

Στις 9 Δεκεμβρίου, το τάγμα προχώρησε προς το Μικρό Δέρειο χωρίς να συναντήσει αντίσταση, επιτρέποντας στους στρατιώτες να ξεκουραστούν και να συντηρήσουν τα όπλα και τον εξοπλισμό τους στις 10 Δεκεμβρίου. Εν τω μεταξύ, οι αντάρτες αντιμετώπιζαν αδυσώπητες συγκρούσεις, επιλέγοντας να αποφύγουν τις συναντήσεις του στρατού και να αναζητήσουν καταφύγιο στο χωριό Γιαννούλι Σουφλίου. Ορισμένοι αναζήτησαν καταφύγιο σε σπίτια χωρικών για να γλιτώσουν από τη βροχή. Ωστόσο, μια αψιμαχία ξέσπασε όταν ένα απόσπασμα από άλλο τάγμα κατέλαβε την περιοχή. Εννέα αντάρτες συνελήφθησαν και τρεις έχασαν τη ζωή τους. Μέχρι τις 11 Δεκεμβρίου, οι αντάρτες άρχισαν να ανασυντάσσονται στο Διδυμότειχο. Το 557ο Τάγμα Πεζικού δημιούργησε ένα δίκτυο πληροφοριών στα χωριά για την παρακολούθηση των κινήσεων των ανταρτών. Η κύρια δύναμη των ανταρτών τοποθετήθηκε κοντά στο ελληνοβουλγαρικό συνοριακό φυλάκιο, κατεβαίνοντας σε χωριά όπως η Αβδέλλα, οι Μεταξάδες, το Παλιούρι, οι Γιατράδες, η Σάβρα, τα Βρύσικα και η Κυανή για να στρατολογήσει ή να αποκτήσει προμήθειες από τους ντόπιους.

Γεγονότα του 1947

Μεταξύ 11ης και 13ης Ιανουαρίου, με βάση πληροφορίες που συνέλεξε το 557ο Τάγμα Πεζικού, αντάρτες κατέλαβαν τον έλεγχο των Μεταξάδων, του Παλιουρίου και της Αβδέλλας, στρατολογώντας περίπου 40 νέους άνδρες. Ταυτόχρονα, άλλοι αντάρτες έβαλαν φωτιά στο αστυνομικό τμήμα στα Βρύσικα. Ο 3ος Λόχος κινήθηκε αμέσως για να ενισχύσει τους αμυνόμενους, αποκρούοντας με επιτυχία την επίθεση πριν επιστρέψει στο Διδυμότειχο.

Παρά τις επιτυχίες των ανταρτών σε μάχες όπως στην Κυριακή, τον Κόρυμβο και τους Μεταξάδες, οργανωτικά προβλήματα ταλαιπώρησαν τις επιχειρήσεις τους. Στις 16 Φεβρουαρίου, το 551ο Τάγμα Πεζικού αναπτύχθηκε στην περιοχή, δημιουργώντας στρατόπεδο βάσης στη Χελιδόνα. Κατά τη διάρκεια των επόμενων μηνών, εξαπέλυσαν πολλαπλές επιθέσεις εναντίον των προπυργίων των ανταρτών στους Χιονάδες, τον Χάνδρα, τη Μεγάλη Τράμπα, την Πολιά, τη Λάδι, τον Κυπρίνο, την Αβδέλλα, τους Γιατράδες και τους Μεταξάδες.

Μέσα σε δύσκολες καιρικές συνθήκες έντονης βροχής και λάσπης στις 4 Μαρτίου, ο στρατός του Βορείου Έβρου προχώρησε προς την Πολιά, την Αβδέλλα και τους Μεταξάδες. Οι αντάρτες, με επικεφαλής τον λοχαγό Σαράφη, τους έστησαν ενέδρα κοντά στο Γκοστ Τεπέ στην Πολιά, αναγκάζοντας τους να υποχωρήσουν στα υψώματα νοτιοδυτικά της Αβδέλλας και δυτικά των Μεταξάδων. Ο στρατός κατάφερε να εισέλθει για λίγο στους Μεταξάδες πριν επιστρέψει στη Χελιδόνα την επόμενη ημέρα.

 

Τον Μάιο, το αρχηγείο του 557ου Τάγματος μεταφέρθηκε από το Διδυμότειχο στους Μεταξάδες κοντά στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, διακόπτοντας τις επικοινωνίες των ανταρτών από το Μικρό Δέρειο προς την κοιλάδα του Ερυθροποτάμου. Προς τα τέλη Ιουνίου, μια σημαντική δύναμη ανταρτών υπό τον λοχαγό Κρίτωνα περικύκλωσε μια ομάδα νεοσύλλεκτων στην περιοχή των Μεταξάδων, με αποτέλεσμα μια τρίωρη μεταμεσονύκτια αψιμαχία. Πέντε αντάρτες και ένας λοχίας του στρατού έχασαν τη ζωή τους, ενώ αναφορές αναφέρουν τη συμμετοχή γυναικών ανταρτών. Συγκρούσεις ξέσπασαν στις 2 Δεκεμβρίου μεταξύ του 557ου τάγματος και ανταρτών στην ευρύτερη περιοχή της Λάδης και των Μεταξάδων, με αποτέλεσμα το θάνατο ενός στρατιώτη από τη φρουρά της Λάδης. Το τάγμα ανέφερε πάνω από 20 απώλειες ανταρτών σε νεκρούς και τραυματίες. Επιπλέον, ένας αντάρτης κοντά στη Μάνη και ένας άλλος κοντά στο Διδυμότειχο παραδόθηκαν στις κυβερνητικές δυνάμεις.

Το Περιστατικό Μεταξάδων

Το «Περιστατικό των Μεταξάδων», όπως αναφέρεται στις αμερικανικές πηγές, εκτυλίχθηκε στις 23 Ιουνίου 1947, όταν περίπου 40 αντάρτες πέρασαν στην Ελλάδα από τη Βουλγαρία κοντά στο Ακλανιώτικο Ρέμα Ρεβίνας, δυτικά του Αλεποχωρίου. Στη συνέχεια, στις 24 Ιουνίου, περίπου 250 αντάρτες παραβίασαν τα ελληνικά σύνορα κοντά στο ελληνικό συνοριακό φυλάκιο Νο 53, ενώνοντας τις δυνάμεις τους με μια άλλη ομάδα 250 ατόμων που βρισκόταν ήδη εντός της Ελλάδας, εξαπέλυσαν επίθεση εναντίον της ελληνικής φρουράς που στάθμευε στους Μεταξάδες. Η ελληνική κυβέρνηση ανέφερε ότι οι αντάρτες απωθήθηκαν από τον ελληνικό στρατό και υποχώρησαν πίσω στη Βουλγαρία. Έντεκα Έλληνες στρατιώτες κατέθεσαν μαρτυρίες σχετικά με το περιστατικό στους Μεταξάδες κατά τη διάρκεια έρευνας. Ο λοχαγός Γεώργιος Λεβούνης περιέγραψε λεπτομερώς την επίθεση, επιβεβαιώνοντας την πεποίθησή του ότι οι αντάρτες προέρχονταν από τη Βουλγαρία και επέστρεψαν εκεί μετά την επίθεση. Μάρτυρες, μεταξύ των οποίων ο Κωνσταντίνος Μιχαλάκης, ο Στέφανος Μουταφτσίδης, ο Τορδάνης Θεοφανίδης και ο Αργύριος Ζαραβάκης, επιβεβαίωσαν το περιστατικό. Ο Κωνσταντίνος Τράπαλης και ο υπολοχαγός Χαράλαμπος Χαραλαμπόπουλος πιστοποίησαν ότι αντάρτες πέρασαν στη Βουλγαρία. Ο Τορδάνης Θεοφανίδης καταδίωξε τους αντάρτες και είδε προσωπικά ορισμένους από αυτούς να βρίσκονται εντός του βουλγαρικού εδάφους. Ο Κωνσταντίνος Τράπαλης συνελήφθη από τους αντάρτες και κρατήθηκε στη Βουλγαρία για περίπου δύο ημέρες. Ο Ζήσης Μπαράλης, πρώην αντάρτης που είχε στρατολογηθεί βίαια σε μια ομάδα περίπου δύο εβδομάδες πριν, υποστήριξε ότι η μονάδα του είχε μεταφερθεί στη Βουλγαρία και συμμετείχε στην επίθεση. Ισχυρίστηκε επίσης ότι οι βουλγαρικές αρχές υποστήριζαν τους αντάρτες, μεταξύ άλλων παρέχοντάς τους πυρομαχικά και άλλες προμήθειες.

Γεγονότα του 1948

Στις 15 Μαρτίου, η Βαλκανική Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών ανακοίνωσε την αποστολή παρατηρητών στο Σουφλί, το Διδυμότειχο, την Ορεστιάδα, τους Μεταξάδες και τη Λάδη για να διερευνήσουν αναφορές για απαγωγές παιδιών από αντάρτες. Είκοσι ένας μάρτυρες, μεταξύ των οποίων και μητέρες των απαχθέντων παιδιών, πήραν συνέντευξη. Στους Μεταξάδες και στη Λάδη, η επίσκεψη πραγματοποιήθηκε τρεις ημέρες μετά τις επιθέσεις των ανταρτών. Οι μητέρες διηγήθηκαν στους παρατηρητές την απαγωγή των παιδιών τους. Η Ομάδα Παρακολούθησης 6 ανέφερε στις 31 Μαρτίου 1948 ότι τα παιδιά που στάλθηκαν σε χώρες βόρεια της Ελλάδας ήταν γόνοι ανταρτών ή συμπαθούντων, που πιθανόν να πάρθηκαν μαζί με ενήλικες που στρατολογήθηκαν με τη βία. Ωστόσο, η ομάδα δεν μπόρεσε να επιβεβαιώσει την εκτεταμένη απαγωγή Ελληνόπουλων από αντάρτες για εκπαίδευση στο εξωτερικό. Σε μεταγενέστερη έκθεση, η ομάδα σημείωσε την αποτυχία των ανταρτών να απαγάγουν δύο έφηβες από ένα σπίτι στους Μεταξάδες, γεγονός που υποδηλώνει την προηγούμενη άποψη. Αν και αναγνώρισε ότι ορισμένα παιδιά μεταφέρθηκαν στο εξωτερικό, η ομάδα δεν βρήκε στοιχεία για αναγκαστική απαγωγή. Αντίθετα, σημειώθηκε η αντίδραση των γονέων, με τα παιδιά να δραπετεύουν ή να κρύβονται για να αποφύγουν την απέλαση. Σε ένα χωριό, οι γονείς φέρονται να λιθοβόλησαν τους αντάρτες που επιχειρούσαν απαγωγή παιδιών.

 

Στις 28 Μαρτίου, αντάρτες επιτέθηκαν στη Λάδη και στους Μεταξάδες Διδυμοτείχου, απήγαγαν 33 κατοίκους και έκαψαν κάποια απομακρυσμένα σπίτια. Αριθμώντας περίπου 600 άτομα, στόχευσαν το 557ο Τάγμα Πεζικού που φρουρούσε τη γέφυρα του Ερυθροποτάμου στη Λάδη, με αποτέλεσμα δύο απώλειες του τάγματος και πέντε παραδόσεις ανταρτών. Στις 3 Απριλίου, οι αντάρτες επιτέθηκαν στη Μάκρη Αλεξανδρούπολης, απωθημένοι μετά από τρίωρη μάχη. Τραυματίστηκαν δύο χωροφύλακες και ένα μέλος της MAV. Την ίδια νύχτα, άλλη μια επίθεση εξαπολύθηκε στους Μεταξάδες και το Λαδή, που υπερασπίζονταν το 557ο Τάγμα Πεζικού. Χρησιμοποιώντας πυροβολικό, οι αντάρτες στρατολόγησαν με τη βία 23 άνδρες και εννέα νέους, με το τάγμα να έχει δύο απώλειες και τρεις τραυματίες στρατιώτες.

 

Στις 7 Μαΐου, ο 1ος Λόχος του 552ου Τάγματος αναπτύχθηκε στους Μεταξάδες. Με τραγικό τρόπο, στις 14 Μαΐου, τέσσερις στρατιώτες και ο λοχαγός Σπυρίδων Βλάικος σκοτώθηκαν σε έκρηξη νάρκης. Τις πρώτες πρωινές ώρες της 15ης Ιουλίου, το 559ο Τάγμα Πεζικού, καθ' οδόν από τους Μεταξάδες προς τα Βρυσικά, έπεσε σε ενέδρα από μια σημαντική δύναμη ανταρτών στο ύψος Zodan Tepe. Ο έφεδρος υπολοχαγός Κωνσταντίνος Σταϊκίδης και τρεις στρατιώτες σκοτώθηκαν, ενώ άλλοι έξι τραυματίστηκαν. Ο διοικητής του τάγματος αντισυνταγματάρχης Ευστάθιος Θεοδωρόπουλος αγνοείται και αργότερα επιβεβαιώθηκε ότι συνελήφθη από τους αντάρτες. Μετά από τέσσερις ημέρες, ο Θεοδωρόπουλος δραπέτευσε και αναφέρθηκε στο φυλάκιο 40 στον Πεντάλοφο.

Γεγονότα του 1949

Τον Μάιο του 1949, σύμφωνα με μαρτυρίες μαρτύρων, ένα απόσπασμα 700 περίπου ανταρτών διέσχισε τα σύνορα, βαδίζοντας ανατολικά από την περιοχή Χαϊντού με σκοπό να επιτεθεί στους Μεταξάδες. Μετά από μια ανεπιτυχή επίθεση, υποχώρησαν στο βουλγαρικό έδαφος. Αυτοί οι αντάρτες διέσχιζαν συχνά βουλγαρικό έδαφος όταν κινούνταν μεταξύ των περιοχών Έβρου και Μπέλες, ενώ συχνά έρχονταν σε διάλογο με βουλγαρικές συνοριακές περιπολίες. Υπό την πίεση του ελληνικού στρατού, οι μονάδες των ανταρτών υποχώρησαν πολλές φορές στη Βουλγαρία, ενέργειες που ήταν γνωστές στις τοπικές βουλγαρικές αρχές. Στις 15 Ιουνίου 1949, παρατηρητές των Ηνωμένων Εθνών παρατήρησαν μια ομάδα ανταρτών να υποχωρεί προς τη Βουλγαρία κοντά σε ένα ενεργό βουλγαρικό συνοριακό φυλάκιο εν μέσω πίεσης από τον ελληνικό στρατό.

Η μάχη των Μεταξάδων τον Μάιο του 1949 σηματοδότησε μια σημαντική εμπλοκή κατά τη διάρκεια του ελληνικού εμφυλίου πολέμου μεταξύ του Ελληνικού Στρατού και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ). Διήρκεσε από τις 15 έως τις 20 Μαΐου, έλαβε χώρα στο χωριό Μεταξάδες του Έβρου και αποτέλεσε την τελευταία προσπάθεια του ΔΣΕ να επιχειρήσει εκτός των οχυρωμένων συγκροτημάτων του Γράμμου και του Βιτσίου. Η γύρω περιοχή είχε καταληφθεί από αντάρτες, γεγονός που ώθησε τους κατοίκους των χωριών από τις γύρω περιοχές να αναζητήσουν καταφύγιο στους Μεταξάδες. Ο λόφος των Μεταξάδων, ο οποίος φυλασσόταν καίρια από τον υπολοχαγό Λάζο και τους πολιτοφύλακες, αποτέλεσε κομβικό σημείο άμυνας απέναντι στην επίθεση των ανταρτών. Παρά την ασφυκτική πολιορκία, ο στρατός, με τη βοήθεια των κατοίκων που κρύβονταν σε καταφύγια, απέκρουσε τις επανειλημμένες επιθέσεις των ανταρτών. Με δυσκολία στον ανεφοδιασμό και την ενίσχυση, ο στρατός άντεξε μέχρι να φτάσουν ενισχύσεις από το Πρωτόκκλησι, σπάζοντας τελικά την πολιορκία και νικώντας τους αντάρτες. Μέχρι τις 18 Μαΐου, έγινε η τελευταία μάχη, με αποτέλεσμα την παράδοση των ανταρτών, με πολλούς να σκοτώνονται από αεροπορικές επιδρομές ενώ αναζητούσαν καταφύγιο σε χαράδρες. Οι επιζώντες εγκατέλειψαν την Ελλάδα, ακολουθούμενοι από οικογένειες και συμπαθούντες χωρικούς. Παρά την τελική επιστροφή στην κανονικότητα, τα σημάδια του εμφυλίου πολέμου παρέμειναν, καλλιεργώντας διαρκή εχθρότητα και διχασμό.

Στη λαμπρή αυτή επιτυχία συνέβαλαν σημαντικά οι κάτοικοι του χωριού Μεταξάδες, πολλοί από τους οποίους, κυρίως γυναίκες και παιδιά, βρέθηκαν μέσα στο οχυρό την ώρα της επίθεσης, καθώς και οι κάτοικοι των γειτονικών χωριών που έσπευσαν να ενισχύσουν τις εθνικές δυνάμεις. Κατά τη διάρκεια της τριήμερης μάχης, πράξεις τέτοιας γενναιότητας και αυτοθυσίας σημειώθηκαν όχι μόνο από τους στρατιώτες αλλά και από τους πολίτες - άνδρες, γυναίκες και παιδιά - που βρίσκονταν εντός του οχυρού. Πολλοί από τους πολίτες πήραν τα όπλα και πολέμησαν γενναία στο πλευρό των στρατιωτών, ενώ άλλοι, νέοι και κορίτσια, γυναίκες και παιδιά, βοήθησαν τους μαχητές με διάφορους τρόπους, μεταφέροντας πυρομαχικά, σκάβοντας χαρακώματα και εκτελώντας οποιαδήποτε άλλη εργασία.
 

- Στρατηγός Θεόδωρος Γρηγορόπουλος, «Από την κορυφή του λόφου: Μνήμες και προβληματισμοί»

Μεταπολεμικh περiοδος

Επίσκεψη της βασίλισσας Φρειδερίκης και της πριγκίπισσας Σοφίας

Τον Αύγουστο του 1952, η βασίλισσα Φρειδερίκη και η πριγκίπισσα Σοφία έφτασαν στο λιμάνι της Αλεξανδρούπολης με το αντιτορπιλικό «Ναβαρίνο». Το πρόγραμμά τους περιελάμβανε επισκέψεις σε διάφορες τοποθεσίες του νομού Έβρου, μεταξύ των οποίων και στο χωριό Μεταξάδες, όπου ξεναγήθηκαν στο τοπικό «Σπίτι του Παιδιού».

Μετανάστευση

Μετά την αναταραχή των πολέμων, οι Μεταξάδες, όπως και πολλά χωριά σε όλη την Ελλάδα, υπέστησαν σημαντικές ζημιές. Η παραδοσιακή γεωργική και κτηνοτροφική οικονομία της περιοχής κατέστη μη βιώσιμη. Ταυτόχρονα, η άνοδος των αστικών εργοστασίων παρέσυρε πολλούς χωρικούς να αναζητήσουν ευκαιρίες απασχόλησης στο εξωτερικό ή στις μεγαλύτερες πόλεις της Ελλάδας. Κατά συνέπεια, ακολούθησε μείωση του πληθυσμού και μείωση της παραγωγής.

Η μετανάστευση ξεκίνησε τη δεκαετία του 1960 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα, με τους μετανάστες να μετακινούνται κυρίως σε χώρες της Δυτικής Ευρώπης, όπως η Γερμανία, το Βέλγιο και οι Κάτω Χώρες, καθώς και στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Αυστραλία. Παρατηρήθηκε επίσης εσωτερική μετανάστευση εντός της Ελλάδας, κυρίως στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Η έξοδος από τον Έβρο επηρέασε σημαντικά τον κοινωνικό και οικονομικό ιστό της περιοχής. Οι κοινότητες που αντιμετώπισαν σημαντική απώλεια πληθυσμού αντιμετωπίζουν τώρα προκλήσεις όπως η υποβάθμιση των υποδομών και η διάβρωση της πολιτιστικής κληρονομιάς.

Διοικηση

Από την εποχή της Τουρκοκρατίας τη διοίκηση του χωριού είχε αναλάβει ένας μουχτάρης, ένας αντιμουχτάρης και δύο σύμβουλοι, ονομαζόμενοι στα τουρκικά ατάαδες, οι οποίοι οριζόταν από τα έξι πιο πλούσια άτομα του χωριού, τους επονομασμένους δωδεκάρα. Η θητεία τους κρατούσε ένα χρόνο και είχαν απεριόριστες δικαιοδοσίες, αφού είχαν και τη σφραγίδα του χωριού. Ανήμερα του Αγίου Δημητρίου, στην πλατεία του χωριού, ο Μουχτάρης, αφού συγκέντρωνε τους κατοίκους, όριζε τους κλητήρες που χωριζόταν σε αγροφύλακες για τα καλαμπόκια, το σιτάρι και τα αμπέλια, σε νυχτοφύλακες, αγελαδάρηδες, αλογάρηδες και γουρουνάδες. Σε περιπτώσεις που ο Μουχτάρης έκανε καταχρήσεις, ο πρόεδρος του χωριού και οι κάτοικοι κατέφευγαν στα δικαστήρια και αν δικαιωνόταν όριζαν νέο Μουχτάρη και αφαιρούσαν δια της βίας τη σφραγίδα από τον παλιό και την έδιναν στον καινούριο. Από το 1900 έως το 1985 υπάρχουν μαρτυρίες από τον Κ. Γκεργκένη, ονομάτων που χρημάτισαν ως Μουχτάρηδες, δήμαρχοι και πρόεδροι στο χωριό.

Διατελέσαντες Δήμαρχοι - Πρόεδροι των Μεταξάδων

Χρονολογία
Όνομα
Θέση
1900-1903
Βλάχος Απόστολος
Μουχτάρης
1903-1904
Καπετανίδης Αθανάσιος
Δήμαρχος
1904-1907
Μηδιούρας Χρήστος
Δήμαρχος
1908
Ρήγας Κωνσταντίνος
Μουχτάρης
1909
Καραγκιοζούδης Ευάγγελος
Μουχτάρης
1910
Καπετανίδης Αθανάσιος
Δήμαρχος
1911
Βλάχος Απόστολος
Μουχτάρης
1912
Αγγελακούδης Κωνσταντίνος
Πρόεδρος
1913
Γκεργκένης Αθανάσιος
Πρόεδρος
1915
Σακαλής Γεώργιος
Πρόεδρος
1915
Γιαχοντούδης Αθανασίου Παγώνης
Πρόεδρος
1916-1919
Πασιάς Γιαννάκης
Δήμαρχος
1920-1923
Μαντάς Ιωάννης
Δήμαρχος
1924-1927
Μπακάλης Δημήτριος
Πρόεδρος
1928-1960
Παναγιώτου Αθανάσιος, Νικολαΐδης Ιωάννης, Βαφειάδης Βαΐτσης, Σιαμπανίδης Κωνσταντίνος, Ραπτόπουλος Γεώργιος, Χατζηκωνσταντίνου Αθανάσιος, Παπαντωνούδης Κωνσταντίνος, Ιωάννης Μηδιούρας, Τερζούδης Γεώργιος, Αλιμούδης Δημήτριος, Ποτίδης Χρήστος, Παπαντωνούδης Ζήσης, Τερτσούδης Χρήστος, Στεφανακούδης Κωνσταντίνος, Βλαχόπουλος Αναστάσιος, Μπιτζιμινούδης Στάμπολης
Πρόεδροι
1961-1963
Τερτσούδης Χρήστος
Πρόεδρος
1964-1969
Γκεργκένης Κωνσταντίνος
Πρόεδρος
1970-1973
Παπαντωνούδης Ζήσης Δημητρίου
Πρόεδρος
1974
Γκιορκάς Αλέξανδρος
Πρόεδρος
1974-1984
Γκουγκούδης Ευάγγελος Χρήστου
Πρόεδρος
1986-1989
Σακκούδης Δημήτριος
Πρόεδρος
1990-1993
Γκεργκένης Αθανάσιος Κωνσταντίνου
Πρόεδρος
1994-1997
Νικολούδης Δημήτριος
Πρόεδρος
1998-2002
Κυρούδης Κύρος
Δήμαρχος
2003-2006
Χοτίδης Δημήτριος
Πρόεδρος
2003-2010
Τερτσούδης Χρήστος
Δήμαρχος
2007-2010
Νικολούδης Δημήτριος
Πρόεδρος
2011-2019
Μηργκιζούδης Ηλίας
Πρόεδρος
2019
Κισσούδης Χρήστος
Πρόεδρος
bottom of page